ἐναισίμως

ἐναισίμως
ἐναίσιμος
ominous
adverbial
ἐναίσιμος
ominous
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”